- νεοσύλλογον
- νεοσύλλογοςnewly collectedmasc/fem acc sgνεοσύλλογοςnewly collectedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυλώδης — ῶδες, Α [φῡλον / φυλής] αυτός που απαρτίζεται από πολλές φυλές («πλῆθος νεοσύλλογον καὶ φυλῶδες», Διόδ.) … Dictionary of Greek